- αβγάτισμα
- το, -ατοςαύξηση, μεγάλωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αβγάτισμα — το [αβγατίζω] 1. η επιπλέον προσθήκη, επαύξηση, μεγάλωμα, πολλαπλασιασμός 2. πρόσθετο κομμάτι υφάσματος, τσόντα 3. αυτό που προήλθε από προσθήκη, προσαύξηση, πλεόνασμα 4. το παιχνίδι αβγατιστή* … Dictionary of Greek
αβγάτα — η [αβγατίζω] 1. αύξηση τού ποιμνίου με τη γέννηση νέων ζώων, αβγάτισμα 2. στον πληθ. οι αβγάτες το παιχνίδι αβγατιστή* … Dictionary of Greek
επαύξηση — η 1. περισσότερη αύξηση, μεγάλωμα, αβγάτισμα. 2. (γραμμ.), η μετάπτωση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)